Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Η κρίση της εμπειρίας: η εμπειρία της κρίσης

Το ερώτημα που τίθεται πρωταρχικά είναι το αν η αισθητηριακή εμπειρία, σε αντίθεση ίσως με την εννοιολογική, μπορεί να συνεχίσει να είναι εργαλείο νοηματοδότησης και κάτω από ποιες συνθήκες. Η ανάγκη για το ερώτημα αυτό προκύπτει από την σύγχρονη, εν εξελίξει, συνθήκη κατά την οποία το υποκείμενο αυτοπροσδιορίζεται όλο και πιο έντονα ως υποκείμενο-σε-επικοινωνία. Η χρήση περισσότερων και πολυπλοκότερων, σε επίπεδο συμβολισμών, κωδικών επικοινωνίας συνθέτει μία ιδιότυπη μορφή κρίσης στην συγκρότηση του υποκειμένου. Τα σύγχρονα φαινόμενα, ως προς αυτή την κρίση, αλλά και οι δομές των κωδικών δημιουργούν ένα τεράστιο ‘’αρχείο’’ η ανάλυση του οποίου μπορείς να μας δώσει κάποιες κυρίαρχες κατευθύνσεις.

Για να μιλήσουμε ωστόσο για την εμπειρία, και αργότερα για τους τρόπους που μπορεί να αυτό-νοηματοδοτηθεί , πρέπει να μιλήσουμε για την σχέση υποκειμένου-αντικειμένου στην ίδια της την βάση. Οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την εμπειρία και τους μηχανισμούς της ενέχει εκτός από ένα υποκείμενο σε κρίση, πιθανότατα και ‘’ένα’’ αντικείμενο σε αλλαγή. Η επιλογή, ωστόσο, να μιλήσουμε για το ένα φέρει αυτομάτως το άλλο λόγω της αποβλεπτικής φύσης του υποκειμένου. Μιλώντας παραδείγματος χάρη για το σύγχρονο υποκείμενο και τις υποδιαιρέσεις του, όντας το μόνο προσβάσιμο σε εμάς, μιλάμε παράλληλα για την σύγχρονη πόλη, για τα νέα μέσα επικοινωνίας, για τους σύγχρονους κοινωνικούς θεσμούς και για ένα υποκείμενο σε αντίληψη του κόσμου σε κατάσταση παγκοσμιοποίησης, του τεράστιου αρχείου και της πρόσβασης σε αυτό, των πολυάριθμων περιβαλλόντων διεπαφής, μεταξύ πολλών άλλων.

Αν χρησιμοποιήσουμε το υποκείμενο που ορίστηκε αρχικά από τον Husserl και μετεξελίχθηκε από τον Merleau-Ponty στα πλαίσια της φαινομενολογίας, τότε μιλάμε για το υπερβατολογικά συγκροτημένο εγώ το οποίο αποτελείται-από/χρησιμοποιεί ορισμένους μηχανισμούς ο προσδιορισμός των οποίων συνθέτει μία πρώτη βάση στην συζήτηση για την εμπειρία. Ο σημαντικότερος από τους μηχανισμούς αυτούς είναι η σχέση με το άλλο-εγώ, η ετερότητα εν γένει, και η συγκρότηση του εγώ μέσω αυτού, δηλαδή η διυποκειμενικότητα.

Η διυποκειμενικότητα δεν αποτελεί μόνο τον σημαντικότερο μηχανισμό συγκρότησης αλλά και τον μηχανισμό που έχει υποστεί τους περισσότερους μετασχηματισμούς. Θα μπορούσαμε ίσως να δούμε μία πρώτη πτυχή των μετασχηματισμών μέσα από την πορεία εξέλιξης των μέσων επικοινωνίας. Από την τυπογραφία μέχρι τον τηλέγραφο και από τον μαγικό φανό μέχρι την αυξημένη πραγματικότητα, έχουμε μία συνεχή αλλαγή του τρόπου αντίληψης του άλλου-εγώ που διαμορφώνει το μήνυμα/πληροφορία. Σταδιακά το άλλο-εγω απομακρύνεται όλο και περισσότερο στο χώρο ενώ σε δεύτερη φάση πολλαπλασιάζεται. Σήμερα ακόμα και η ύπαρξη του άλλου-εγώ που επικοινωνεί με το υποκείμενο μπορεί να αμφισβητηθεί μέσα από καθημερινά παραδείγματα. Οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο συνθέτει την φυσική παρουσία του άλλου-εγώ είναι απολύτως προαιρετικό στην επικοινωνία ενώ ταυτόχρονα η αναπαράσταση του μετατρέπεται σε δομικό στοιχείο των νέων μέσων.

Το ότι το άλλο-εγώ σταδιακά αντικαθίσταται από την αναπαράστασή του σημαίνει αυτόματα ότι και το ίδιο το υποκείμενο αποκτά τις αναπαραστάσεις του. Οι αναπαραστάσεις μάλιστα αυτές αυξάνονται σύμφωνα με τον αριθμό των νέων μέσων επικοινωνίας που επιλέγονται να χρησιμοποιηθούν. Τα facebook, twitter, google+, myspace, pinterest κ.α. αποτελούν σημεία στην ισχύ που αποκτά η μορφή αναπαράστασης του υποκειμένου σε σχέση με το υποκείμενο βρισκόμενα στο τέλος μία ιστορικής πορείας σε σχέση με την δημιουργία avatar. Αυτό το οποίο οφείλουμε αρχικά να παρατηρήσουμε, είναι ότι οι μορφές αναπαράστασης του υποκειμένου καθορίζονται από ένα άλλο-εγώ (π.χ. σχεδιαστή software) καθώς παράλληλα τυποποιούνται. Αν σε επόμενο βήμα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τους λόγους για τους οποίους κανονικοποιείται η αναπαράσταση με αυτούς τους τρόπους τότε οι προεκτάσεις μπορεί να είναι τρομακτικές.

Μπορούμε επομένως να κάνουμε λόγο για μία νέα εικονικότητα, την εικονικότητα του εγώ, για όποια μορφή του εγώ και αν μιλάμε. Αυτή η εικονικότητα απαιτεί όλο και μεγαλύτερη προσοχή από το υποκείμενο και σταδιακά το προσδιορίζει μονόπλευρα ως χρήστη των νέων μέσων. Το υποκείμενο, προκειμένου να ‘’υπάρξει’’ εντός των μέσων, υφίσταται αλλαγές και μετατρέπεται σε ένα εν-δυνάμει-εγώ με κυρίαρχο ρόλο την εποπτεία των άλλων-του-εγώ. Θα μπορούσε ίσως αυτό να θεωρηθεί και μία ένδειξη εξωτερίκευσης ενός άλλου μηχανισμού, για τον οποίο κάνει λόγο ο Husserl, αυτόν της εποπτείας του εσωτερικά συγκροτημένου υπερβατολογικού εγώ.

Η παραπάνω μορφή εικονικότητας αποτελεί ωστόσο μία προέκταση, ίσως πολύ πιο ολοκληρωτική, μίας παλαιότερης μορφής, αυτής της εικονικότητας του φυσικού χώρου. Ο φυσικός χώρος, με όλους τους εγγενείς μετασχηματισμούς του, απέκτησε το ψηφιακό αντίστοιχό του αρκετά νωρίς στην ιστορία των νέων μέσων. Η σημαντικότερη διάκριση που πρέπει όμως να κάνουμε σε αυτό το σημείο είναι της ψηφιακής αναπαράστασης του φυσικού χώρου από τον ψηφιακό ‘’χώρο’’. Τα φαινόμενα μέσα από τα οποία προκύπτουν αυτού του είδους οι χώροι χρίζουν έρευνας προκειμένου να κατανοηθούν ορισμένοι αντιληπτικοί μηχανισμοί.

Για να κατανοήσουμε τις συνέπειες της παραπάνω διάκρισης πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε ακριβέστερα το αντικείμενο χώρος. Από την μία πλευρά μπορεί να έχουμε τον φυσικό χώρο με όλες τις διαφορετικές πτυχές του –κοινωνικό χώρο, πολιτικό χώρο, ατομικό χώρο, ψηφιακό χώρο κ.α.- οι οποίες όμως εμπεριέχουν ψήγματα του φυσικού και μπορούν αν μη τι άλλο να αλληλεπιδράσουν μαζί του. Από την άλλη όμως πλευρά έχουμε το χώρο ως ένα καθαρά εννοιολογικό εργαλείο αντίληψης, κατανόησης και οργάνωσης νοημάτων και εμπειριών. Ο χώρος αυτός, όπως και ο φυσικός, υπόκειται σε αλλαγές. Αν υποθέσουμε την ύπαρξη μίας γνώσης της αίσθησης χώρου a priori μέσω της ενσώματης εμπειρίας τότε κάθε εμπειρία που έρχεται να προστεθεί, ανασχηματίζει την όλη προηγούμενη δομή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μηχανισμός αυτός τείνει να ακολουθήσει μία φθίνουσα πορεία χωρίς να μπορούμε όμως να αμφισβητήσουμε την σημασία του. Εκείνος ο μηχανισμός, ωστόσο, αλλαγής του χώρου-εργαλείου ο οποίος μπορεί πιο εύκολα να παρατηρηθεί και να ποσοτικοποιηθεί ως ένα βαθμό, είναι τα μέσα έκφρασης και επικοινωνίας που χρησιμοποιεί το υποκείμενο και τα οποία εμπλουτίζονται συστηματικά.

Στο κείμενό του ‘’Crisis of Linearity’’ ο Vilem Flusser συνδέει περίτεχνα την forma mentis (μορφή/σχήμα του μυαλού) με τον κυρίαρχο κώδικα συγκρότησης μηνύματος (ή μεταφορά νοήματος). Και η σχέση αυτή θα έπρεπε να είναι προφανέστερη αφού η έννοια συγκρότηση-μηνύματος περιγράφει διαδικασίες όπως αντίληψη (εσωτερικά διαμορφωμένο μήνυμα), έκφραση (μήνυμα σταλμένο στο άλλο-εγώ), αίσθηση (μήνυμα από το σώμα προς το εγώ), εμπειρία (συγκρότηση μηνύματος). Μπορούμε να αντιληφθούμε άμεσα την τεράστια αλλαγή που έφερε στην συγκρότηση μηνύματος το πέρασμα από την κυριαρχία της εικόνας στην ‘’προϊστορική’’ περίοδο, στην κυριαρχία του αλφάβητου και ακόμη περισσότερο με την εισαγωγή του αριθμητικού συστήματος. Σε μία πρώτη διατύπωση μπορούμε να πούμε ότι η τυπογραφία ως μέθοδος παραγωγής ενίσχυσε το αλφάβητο και η φωτογραφία την εικόνα. Σήμερα με την εισαγωγή του αλγόριθμου και του δυαδικού συστήματος, μεταξύ άλλων, η forma mentis υπόκειται σε ακόμα πιο έντονες αλλαγές.

Στόχος μέσα από την ανάλυση των παραπάνω φαινομένων και εννοιών είναι αρχικά η αποσαφήνιση και διατύπωση των στοιχείων που συνθέτουν την κρίση της εμπειρίας και κατ’ επέκταση του υποκειμένου. Τόσο οι εσωτερικοί μηχανισμοί του υποκειμένου όσο και οι εξωτερικοί μηχανισμοί των μέσων επικοινωνίας μπορούν να δώσουν μία εικόνα για την σύγχρονη συνθήκη. Σε δεύτερη φάση ο επιθυμητός στόχος είναι να δημιουργηθούν στρατηγικές σχεδιασμού. Όταν τα ψηφιακά μέσα μπορούν να φέρουν οποιοδήποτε περιεχόμενο, ποιο περιεχόμενο δεν πρέπει να φέρουν;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου